Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

περὶ τὴν πόλιν

См. также в других словарях:

  • ποιώ — (I) ποιῶ, έω, ΝΜΑ, αιολ. τ. πόημι, δωρ. τ. ποιFέω, αττ. τ. ποῶ, Α 1. δημιουργώ, δίνω ύπαρξη σε κάτι (α. «ὁ πάλαι ἐξ οὐδενὸς ποιήσας τὰ σύμπαντα», Μηναί. β. «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν», ΠΔ γ. «χρύσεον μὲν πρώτιστα γένος… …   Dictionary of Greek

  • περιίστημι — ΝΜΑ (μέσ. μόνον στην οριστ. αορ.) περιέστην περιπίπτω περιέρχομαι σε χειρότερη κατάσταση, καταντώ (α. «περιέστη σε αδιέξοδο» β. «τὰ πράγματα εἰς ὅπερ νυνὶ περιέστη» σ αυτό το σημείο που έχουν φτάσει τώρα τα πράγματα, Δημοσθ.) μσν. αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • παρακαθίζω — ΝΜΑ παρακάθημαι μσν. στήνω ενέδρα, παραμονεύω αρχ. 1. βάζω κάποιον ή κάτι να καθίσει ή να παραμείνει κοντά σε κάποιον ή σε κάτι, θέτω παραπλεύρως 2. τοποθετώ, εγκαθιστώ κάπου κάποιον ή κάτι («στρατιὰν παρακαθίζω περὶ τὴν πόλιν», Παλαίφ.) 3. (μέσ …   Dictionary of Greek

  • πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… …   Dictionary of Greek

  • ELEUSINIA — Inter omnia Graecorum sacra, tanta semper fuit Eleusiniorum religio, ut commune mysteriorum nomen illis veluti proprium ab Auctoribus tribuatur, ideoqueve de iis paulo fusius agendum. Eleusinia vero sic dicta sunt, ab Eleusi Atticae opp. cuius… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • DIONYSIA — I. DIONYSIA martyrio apud Alexandriam sub Decio coronata, A. C. 251. II. DIONYSIA matrona Christiana, persecutione Hunerici Vandalorum Regis una cum filio Maiorico, ad necem quaesita, hunc ad mortem raptum sic consolata est, Memento Fili, te… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • στρέφω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. στράφω και αιολ. τ. στροφῶ, άω και δ. αν. στρόφω Α 1. (αμτβ.) μετακινούμαι επί τόπου αλλάζοντας μέτωπο ή καθώς κινούμαι αλλάζω κατεύθυνση (α. «έστρεψε λίγο αριστερά προκειμένου να τόν δει» β. «λίγο πιο κάτω έστριψε στον διπλανό… …   Dictionary of Greek

  • Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… …   Dictionary of Greek

  • GAZA — insignis Palaestinae civitas, ex 5. Satrapiis Philistinorum, Aegyptum versus ultima, quae olim Iudae in sortem cecidit, Morer. Simeonis adscribit, sic dicta a regia Gaza, i. e. pecunia, quam illuc olim Camby ses Persarum Rex vehi curarat, quondam …   Hofmann J. Lexicon universale

  • JALYSUS — Rhodi urbs. P. Mela l. 2. c. 7. Uxilica Nigro; Nunc pagus. Hîc Imago, protogenis opus, adeo pulchra, ut Demetrius Rex illius potiundae causâ bellum Ialysiis intulerit. A. Gell. l. 15. c. 31. Ι῎λιςςος in Seldeni MS. Haec urbs Telchinas olim aluit …   Hofmann J. Lexicon universale

  • οικώ — (ΑΜ οἰκῶ, έω, Α επικ. τ. οἰκείω, λοκρ. τ. Fοικέω) [οίκος] 1. κατοικῶ (α. «οἰκήσαντας τοῡτον τὸν χῶρον», Ηρόδ. β. «οἰκέοιτο πόλις Πριάμοιο», Ομ. Ιλ.) 2. (το θηλ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) βλ. οικουμένη μσν. αρχ. μτφ. είμαι εγκατεστημένος κάπου,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»